- καπηλίς
- καπηλίςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπηλίς — και κάπηλις, ἡ (A, AM και καπήλισσα) [κάπηλος] (θηλ. τού κάπηλος) η γυναίκα που διηύθυνε καπηλειό ή εργαζόταν σε καπηλειό αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Καπηλίδες τίτλος έργου τού Θεοπόμπου … Dictionary of Greek
καπηλίδες — καπηλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλίδι — καπηλίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλίδος — καπηλίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλίδων — καπηλίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλίσι — καπηλίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλίσιν — καπηλίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CROTALISTRIA — sic describitur Maroni sen potius interto Auctori in carm. cui titul. Copa, Copa Syrisca caput Graia redimita mitellâ Crispum sub crotalo docta movere latus Ebria formusâ saltat lasciva tabernâ, Ad cubitum raucos excutiens calamos. Ubi eadem illa … Hofmann J. Lexicon universale
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek